φθορέας

φθορέας
ο / φθορεύς, -έως, ΝΜΑ
1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή
2. διαφθορέας
νεοελλ.
(αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια τής πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία χρησιμεύει για να αυξάνει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την επιβράδυνση τού αεροπλάνου, αλλ. αερόφρενο ή αεροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. -εύς*).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθορέας — φθορέᾱς , φθορεύς corrupter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπέδη — η (ή φθορέας spoiler) (Αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες, ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια τής πτέρυγας ή από την άτρακτο τού αεροπλάνου και χρησιμεύει για να αυξήσει την οπισθέλκουσα, υποβοηθώντας έτσι την… …   Dictionary of Greek

  • φθορεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. φθορέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”